- κηδεμόνες
- κηδεμώνone that has charge ofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
επαναστατώ — ( έω) [επαναστάτης] 1. κάνω επανάσταση*, εξεγείρομαι ζητώντας την ανεξαρτησία μου («οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον τών Τούρκων») 2. απειθαρχώ προς τους ανωτέρους, τους προϊσταμένους ή τους κηδεμόνες («οι φυλακισμένοι επαναστάτησαν») 3.… … Dictionary of Greek
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek
λήναιος — (; – 170; π.Χ.). Αξιωματούχος στην Αυλή των Πτολεμαίων, που καταγόταν από την Κοίλη Συρία. Αυτός και ο ευνούχος Εύλαιος ήταν κηδεμόνες του βασιλιά Πτολεμαίου του Φιλομήτορα. Το 179 π.Χ. ενεπλάκη σε πόλεμο με τον Αντίοχο τον Επιφανή, επιφέροντας… … Dictionary of Greek
ληναίος — (; – 170; π.Χ.). Αξιωματούχος στην Αυλή των Πτολεμαίων, που καταγόταν από την Κοίλη Συρία. Αυτός και ο ευνούχος Εύλαιος ήταν κηδεμόνες του βασιλιά Πτολεμαίου του Φιλομήτορα. Το 179 π.Χ. ενεπλάκη σε πόλεμο με τον Αντίοχο τον Επιφανή, επιφέροντας… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek